σχεδιογράφημα

σχεδιογράφημα
τό
1) чертёж; эскиз; 2) план, проект; 3) узор

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "σχεδιογράφημα" в других словарях:

  • σχεδιογράφημα — και σχεδιαγράφημα, το, Ν το αποτέλεσμα τού σχεδιογραφώ, η παράσταση ενός αντικειμένου με προβολή πάνω σε χαρτί ή σε άλλη επίπεδη επιφάνεια, σχεδιάγραμμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχέδιο + γράφημα (< γραφώ < γράφος < γράφω). Ο τ. σχεδιογράφημα… …   Dictionary of Greek

  • σχεδιογράφημα — το, ατος βλ. σχεδιαγράφημα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • γραφίδα — Όργανο με το οποίο χαράσσουμε, ζωγραφίζουμε ή ιχνογραφούμε. Στην αρχαία Ελλάδα γραφίς ονομαζόταν το καλάμι ή το εργαλείο που χρησιμοποιούσαν για να γράψουν πάνω σε κέρινες πλάκες ή για να σκαλίσουν. Στον πληθυντικό, η λέξη δήλωνε τις εικόνες, τις …   Dictionary of Greek

  • σχεδίασμα — το, ΝΑ [σχεδιάζω] νεοελλ. σχεδιογράφημα, σχέδιο αρχ. 1. καθετί που έχει λεχθεί, γραφεί ή γίνει χωρίς προηγούμενη προετοιμασία, στα πρόχειρα 2. (κυρίως) αλλόκοτη επιθυμία, παραξενιά, καπρίτσιο …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφημα — το, Ν βλ. σχεδιογράφημα …   Dictionary of Greek

  • τυπώδης — ῶδες, Α [τύπος] όμοιος με τύπο, με σχεδιογράφημα, πρόχειρος, συνοπτικός. επίρρ... τυπωδῶς Α 1. περιληπτικά, συνοπτικά 2. σαφώς, καθαρά («ὑπογράφεσθαι τυπωδέστερον», Φίλ.) …   Dictionary of Greek

  • σχεδιαγράφημα — το, ατος και σχεδιογράφημα, το ατος, σχεδιάγραμμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»